περιρ(ρ)έμβομαι

περιρ(ρ)έμβομαι
Α
(αποθ.) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («μὴ περιρέμβου ζητοῡσα θεόν»,Ζώσ.).·
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”